- πιρσονίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) ένυδρο ανθρακικό ορυκτό τού νατρίου και τού ασβεστίου το οποίο απαντά σε αποθέσεις εβαποριτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pirssonite, από το όνομα τού Αμερικανού ορυκτολόγου L.V. Pirsson + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.